ὑποχερσουμένης

ὑποχερσουμένης
ὑπό-χερσόω
make into dry land
pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποχερσούμαι — όομαι, Α (για έκταση γης) εκχερσώνομαι βαθμιαία («ἄνω τῆς ἐπιφανείας τοῡ ὕδατος ὑποχερσουμένης τῇ βάσει», Γρηγ. Νύσα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χερσοῦμαι «γίνομαι ξηρός και άγονος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”